- έποικος
- ο (AM ἔποικος, -ον)1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχήμσν.κάτοικοςαρχ.1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά δικαιώματα («μισθοὺς μισθωτοῑς δούλοις καὶ ἐποίκοις ἀποτίνειν», Πλάτ.)2. γειτονικός, κοντινός («ὁπόσοι τ’ ἔποικον ἁγνᾱς Ἀσίας ἔδος νέμονται», Αισχύλ.)3. (για ζώα) ντόπιος4. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔποικοςγείτονας («ἥν δέ του σπάνιν τιν’ ἴσχης, ἔστ’ ἔποικος ὅς φράσει», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίκος (πρβλ. άποικος < από + οίκος)].
Dictionary of Greek. 2013.